- διηθητήριο
- τοσυσκευή με την οποία γίνεται η διήθηση ενός υγρού, το στραγγιστήρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διηθητήριο — το ειδική συσκευή για τη διήθηση υγρών, φίλτρο, διυλιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ευστ. Ι. Πονηρόπουλο] … Dictionary of Greek
φίλτρο — I (λ. ιταλ.) 1. διυλιστήριο, διηθητήριο, σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό: Το φίλτρο λαδιού του αυτοκινήτου. 2. διάταξη ραδιοφωνικού δέκτη που απομακρύνει τα παράσιτα. 3. έγχρωμο διάφραγμα μπροστά στον αντικειμενικό φακό φωτογραφικής μηχανής ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)